προοίμιο

προοίμιο
το
1. προεισαγωγή, πρόλογος, αρχή: Προοίμιο ρητορικού λόγου.
2. προανάκρουσμα.
3. προμήνυμα, προειδοποίηση: Προοίμιο πολέμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek

  • κοντάκιο — Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία …   Dictionary of Greek

  • προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς …   Dictionary of Greek

  • προοιμιάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α [προοίμιον] κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω μσν. αρχ. 1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ. β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα… …   Dictionary of Greek

  • προοιμιακός — ή, ό / προοιμιακός, ή, όν, ΝΜΑ [προοίμιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προοίμιο, προλογικός, εισαγωγικός νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο προοιμιακός (λειτ.) ο 103ος Ψαλμός τού Ψαλτηρίου τής Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος αποτελεί το προοίμιο τού… …   Dictionary of Greek

  • πρόασμα — τὸ, ΜΑ μσν. το προοίμιο αρχ. το προοίμιο ωδής, το οποίο επαναλαμβάνεται πριν από κάθε άσμα …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελιστές — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται στην Καινή Διαθήκη οι κήρυκες του Ευαγγελίου. Ο όρος Ε. όμως περιορίστηκε στους συγγραφείς των τεσσάρων Ευαγγελίων (Μάρκο, Ματθαίο, Λουκά και Ιωάννη) από την εποχή του Ιππόλυτου και του Τερτυλλιανού. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιάνειο δίκαιο — Το corpus juris civilis, που αποτελεί το καταστάλαγμα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Εισηγήσεις (iustitutiones), οι οποίες διαιρούνται σε τέσσερα βιβλία, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και κάθε τίτλος σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”